- θαλαμηπόλος
- chambellan
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
θαλαμηπόλος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηπόλος — ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή) αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ. νεοελλ. ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων… … Dictionary of Greek
θαλαμηπόλος — ο, η ου, καμαριέρης: Ανέλαβε καθήκοντα θαλαμηπόλου σε κρουαζιερόπλοιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλαμηπόλοις — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat pl θαλαμηπόλος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηπόλου — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem gen sg θαλαμηπόλος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηπόλους — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem acc pl θαλαμηπόλος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηπόλων — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem gen pl θαλαμηπόλος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηπόλῳ — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat sg θαλαμηπόλος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηπόλε — θαλαμηπόλος fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηπόλοι — θαλαμηπόλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμηπόλον — θαλαμηπόλος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)